- βατραχίων
- βατράχιονRanunculusneut gen plβατράχριονneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρετορτομονάδα — η, Ν συν. στον πληθ. οι ρετορτομονάδες ζωολ. τάξη μαστιγοφόρων πρωτοζώων με 2, 4 ή 6 μαστίγια, τα οποία είναι παράσιτα τών προνυμφών τών εντόμων ή ζουν στο έντερο τών τερμιτών, τών πουλιών, τών βατραχίων και ορισμένων θηλαστικών, καθώς και τού… … Dictionary of Greek